- φετιχισμός
- ο фетишизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φετιχισμός — ο, Ν 1. (στους πρωτόγονους λαούς) η λατρεία για το φετίχ 2. συνεκδ. δεισιδαιμονία 3. (ψυχολ.) μορφή σεξουαλικής απόκλισης που συνίσταται στην ερωτική προσκόλληση σε ένα άψυχο αντικείμενο ή σε ένα μη ερωτικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος 4. φρ.… … Dictionary of Greek
φετιχισμός — ο 1. η λατρεία των άγριων ή απολίτιστων λαών προς τα φετίχ (βλ. λ.). 2. υπερβολική και δεισιδαιμονική λατρεία για κάποιο αντικείμενο ή πρόσωπο. 3. (ψυχ.), σεξουαλική ιδιαιτερότητα κατά την οποία το άτομο διεγείρεται σεξουαλικά και με την απλή θέα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είδωλο — Ομοίωμα θεότητας, το οποίο γίνεται αντικείμενο λατρείας. Στην ιστορία των θρησκειών ο όρος αυτός προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία για να υποδηλώσει τα λατρευτικά αντικείμενα κάθε πολυθεϊστικής θρησκείας. Η έννοια αυτή, που αργότερα έγινε παραδεκτή και … Dictionary of Greek
φετίχ — Όρος που παράγεται από το λατινικό factitius, από το οποίο προέρχεται η πορτογαλική λέξη fetiço (= μαγικό), που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι αποικιστές της δυτικής Αφρικής για να χαρακτηρίσουν τα φυλαχτά, είδωλα και ιερά αντικείμενα κάθε είδους που… … Dictionary of Greek
χρηματικός — ή, ό / χρηματικός, ή, όν, ΝΑ [χρῆμα, χρήματος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα χρήματα (α. «χρηματική αμοιβή» β. «χρηματικὴ ζημία», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «χρηματική ποινή» i) (ποιν. δικ.) ποινή η οποία συνίσταται στην, υπέρ τού δημοσίου,… … Dictionary of Greek
Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… … Dictionary of Greek